- μοδίολος
- μοδίολος, ὁ (Α)το κεφαλάρι τού τροχού στο οποίο προσαρμόζεται ο άξονας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. modiolus, υποκορ. τού modius].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοδίολον — μοδίολος modius masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)